- ανάσκελα
- επίρρ. навзничь; на спине; на спину;
κοιμούμαι ανάσκελα — спать на спине;
πέφτω ανάσκελα — падать навзничь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοιμούμαι ανάσκελα — спать на спине;
πέφτω ανάσκελα — падать навзничь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάσκελα — (και τανάσκελα) επίρρ. (Μ ἀνάσκελα) ύπτια, με τη ράχη προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + σκέλη. Ο τ. τανάσκελα προήλθε από το έναρθρο επίρρ. τα ανάσκελα με συνένωση και συνεκφορά του άρθρου με το επίρρ. (πρβλ. τανάποδα, ταπίστομα κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ανάσκελα — επίρρ. τροπ., με τη ράχη αποκάτω: Τον βρήκα ξαπλωμένο ανάσκελα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανασκελώνω — ἀνασκελώνω (Μ) [ανάσκελα] 1. ρίχνω κάτω ανάσκελα 2. (μέσ., ώνομαι) πέφτω ανάσκελα, ανοίγω τα σκέλη … Dictionary of Greek
ύπτιος — α, ο / ὕπτιος, ία, ον, ΝΜΑ πεσμένος, ξαπλωμένος ανάσκελα («κατεκλίθη ὕπτιος», Πλάτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ύπτιο α) γραμμ. το σουπίνο β) (αθλ.) η ύπτια κολύμβηση, το ύπτιο κρόουλ αρχ. 1. (για πράγμ.) ανεστραμμένος, αναποδογυρισμένος… … Dictionary of Greek
εξανάσκελα — ἐξανάσκελα (Μ) [ανάσκελα] επίρρ. ύπτια, ανάσκελα, με τη ράχη προς τα κάτω … Dictionary of Greek
καθυπτιάζω — (Μ) (επιτατ. τού υπτιάζω) είμαι εντελώς ύπτιος, ανάσκελα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπτιάζω «ξαπλώνω ανάσκελα» (< ὕπτιος)] … Dictionary of Greek
τανάσκελα — Ν επίρρ. ύπτια, ανάσκελα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. τα ανάσκελα με κράση] … Dictionary of Greek
υπτιάζω — ὑπτιάζω ΝΜΑ [ὕπτιος] 1. (αμτβ.) ξαπλώνω ανάσκελα 2. θέτω κάποιον ή κάτι σε ύπτια θέση, ξαπλώνω κάποιον ή κάτι ανάσκελα μσν. (μτβ.) καθιστώ κάποιον υπεροπτικό («ἡ τύχη ὑπτιάζει τινά», Ιω. Λυδ.) αρχ. 1. ανακατώνω, διαταράσσω («ὑπτιάζειν καὶ… … Dictionary of Greek
ανάγυρα — επίρρ. 1. από την ανάποδη, ανάποδα, ανεστραμμένα 2. ανάσκελα, ύπτια 3. ολόγυρα, γύρω γύρω 4. μακριά, απόμερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανάγυρος < ανα * + γύρος] … Dictionary of Greek
ανάσκελος — η, ο [ανάσκελα] ύπτιος, στραμμένος με τη ράχη προς τα κάτω … Dictionary of Greek
αναβάδην — ἀναβάδην επίρρ. (Α) [ἀναβαίνω] 1. ανεβαίνοντας σε ύψος, ψηλά 2. (για θηλυπρεπή στάση) ανακούρκουδα, ανάσκελα και με τα πόδια σηκωμένα ψηλά … Dictionary of Greek